λυξόζη

λυξόζη
η
χημ. οργανική ένωση, μία από τις αλδοπεντόζες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πεντόζες — Οργανικές ενώσεις, μονοσακχαρίτες (σάκχαρα), οι οποίες αντιστοιχούν στο γενικό τύπο C5H10O5 και περιέχουν στο μόριό τους πέντε άτομα άνθρακα. Είναι ουσίες κρυσταλλικές, άχροες, με γλυκιά γεύση. Οι π. είναι ανάλογες με τις εξόζες* και διακρίνονται …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”